- σμαλτίτης
- Ορυκτό, αρσενικούχο κοβάλτιο με χημικό τύπο COAs2. Κρυσταλλώνεται κατά το κυβικό σύστημα και χρησιμοποιείται για το χρωματισμό της πορσελάνης, του γυαλιού και των σμάλτων.
Δείγμα σμαλτίτη.
* * *ο, Ν(ορυκτ.) αρσενικούχο ορυκτό τού κοβαλτίου το οποίο αποτελεί ποικιλία τού σκουττερουδίτη και χρησιμοποιείται για χρωματισμό τής πορσελάνης, τής υάλου και τών σμάλτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. smaltite < smalt (βλ. σμάλτο) + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.