σμαλτίτης

σμαλτίτης
Ορυκτό, αρσενικούχο κοβάλτιο με χημικό τύπο COAs2. Κρυσταλλώνεται κατά το κυβικό σύστημα και χρησιμοποιείται για το χρωματισμό της πορσελάνης, του γυαλιού και των σμάλτων. Δείγμα σμαλτίτη.
* * *
ο, Ν
(ορυκτ.) αρσενικούχο ορυκτό τού κοβαλτίου το οποίο αποτελεί ποικιλία τού σκουττερουδίτη και χρησιμοποιείται για χρωματισμό τής πορσελάνης, τής υάλου και τών σμάλτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. smaltite < smalt (βλ. σμάλτο) + κατάλ. -ite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρσενικό — Χημικό στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο As και ατομικό αριθμό 33. Το α. βρίσκεται στη φύση με τη μορφή διαφόρων ενώσεων, από τις οποίες σημαντικότερες είναι o αρσενοπυρίτης ή διπλά θειούχα άλατα α. και σιδήρου, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”